ταξεώτης

ταξεώτης
ταξεώτης, ου, ,
A officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written [full] ταξιώτης, An.Ox.2.307, Gloss.: hence Adj. [suff] τᾰνυ-ωτικός, ή, όν

, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53

, Eust.104.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταξεώτης — officer of a magistrate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτης — ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη μσν. 1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός 2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία 3. αυτός που ανήκει σε… …   Dictionary of Greek

  • ταξεωτῶν — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεῶται — ταξεώτης officer of a magistrate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώταις — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτην — ταξεώτης officer of a magistrate masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτου — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτῃ — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτας — ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc acc pl ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεωτικός — ή, όν, ΜΑ [ταξεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξεώτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”